Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αδιάκριτος  
επίθετο

1 impercetti`bile; lie`ve; sotti`le; che non si disti`ngue con facilità; indisti`nto αδιάκριτη διαφορά==sottile differenza
2 indiscre`to; indelica`to; inopportu`no κάνω μια αδιάκριτη ερώτηση==fare una domanda indiscreta

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αδιάκριτα αδιακτινικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---