Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αδιαλλαξία  
ουσιαστικό θηλυκό

intransige`nza ~f~; irremovibilità ~f~; inflessibilità ~f~; testardaggi`ne ~f~ ακολουθεί πολιτική αδιαλλαξίας==segue una politica di assoluta intransigenza

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αδιάλλακτος αδιάλλαχτα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---