Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαδιαλυτότης
ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [αδιαλυτότητα] αδιαλυτότητα ουσιαστικό θηλυκό irresolubilità ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |