Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαδιάλλακτος
επίθετο intransige`nte; irremovi`bile; inflessi`bile αδιάλλακτη στάση==atteggiamento intransigente αδιάλλαχτος επίθετο variante di [αδιάλλακτος] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |