Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αδιάλειπτος  
επίθετο

continua`to; incessa`nte; ininterro`tto; costa`nte αδιάλειπτο ενδιαφέρον==interesse costante

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αδιάλειπτα αδιάλλακτος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---