Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αδημονώ  
ρήμα αμετάβατο

aspetta`re con impazie`nza, con ango`scia αδημονούσε να πάει διακοπές==non vedeva l'ora di andare in vacanza

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αδημονία αδημοσίευτος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---