Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αδιάβαστος  
επίθετο

1 imprepara`to; che non ha studia`to πήγε αδιάβαστος στο σχολειό==è andato a scuola impreparato
2 illettera`to; inco`lto; poco istrui`to
3 religione senza confo`rti religio`si πέθανε αδιάβαστος==morì senza i conforti religiosi
4 testo non letto
5 scrittore; scritto astru`so; illeggi`bile; incomprensi`bile

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αδηφάγος αδιαβατικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---