Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αδένας  
ουσιαστικό αρσενικό

anatomia ghia`ndola ~f~ σιαλογόνοι αδένες==ghiandole salivari

αδήν
ουσιαστικό αρσενικό

forma arcaica di [αδένας]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αδελφώνω αδενικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---