Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αδιάβατος  
επίθετο

impratica`bile; inguada`bile; impenetra`bile; impe`rvio αδιάβατο δάσος==foresta impenetrabile | αδιάβατος δρόμος==strada impraticabile | αδιάβατο ποτάμι==fiume inguadabile

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αδιαβατικός αδιάβλητος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---