Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαδερφοφάος
ουσιαστικό αρσενικό variante di [αδερφοφάγος] αδερφοφάς ουσιαστικό αρσενικό variante arcaica di [αδερφοφάγος] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |