Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαδέσμευτος
επίθετο 1 senza vi`ncoli; auto`nomo; indipende`nte; senza lega`mi θέλω να νιώθω αδέσμευτος==voglio sentirmi libero da vincoli 2 politica non allinea`to αδέσμευτη χώρα==paese non allineato permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |