Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαδαέστατος
επίθετο superlativo di [αδαής] αδαέστερος επίθετο comparativo di [αδαής] αδαής επίθετο 1 inespe`rto; incompete`nte; novelli`no 2 inge`nuo οι αδαείς δεν καταλαβαίνουν από υψηλή τέχνη==gli ignoranti non capiscono di grande arte permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |