Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
αδαμαντίνη
ουσιαστικό θηλυκό
anatomia
smalto ~m~ dei denti
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< αδάμαντας
αδαμάντινος >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αδαέστερος
[επίθ.]
αδαημοσύνη
[θηλ.ουσ]
αδαής
{αδα-ούς |...
Αδάμ
[κύρ.όν. αρσ.]
αδάμαντας
[ουσ αρσ ]
αδαμαντίνη
{χωρ. πληθ...
αδαμάντινος
[επίθ.]
αδαμαντοκόλλητος
[επίθ.]
αδαμαντοποίκιλτος
[επίθ.]
αδαμαντορυχείο
[ουσ ουδ.]
αδαμαντοφόρος
[επίθ.]
αδάμας
{αδάμαντ-ο...
αδάμαστος
[επίθ.]
αδαμιαίος
[επίθ.]
αδάπανος
[επίθ.]
αδασκάλευτος
[επίθ.]
αδασμολόγητος
[επίθ.]
αδαώς
[επίρ.]
άδεια
{-ας κ. -ε...
αδειάζω
{άδειασ-α,...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis