Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

propórre (ρ. μτβ.) propulsióne (θηλ.ουσ)
proporzionàle (επίθ.) propulsìvo (επίθ.)
proporzionalità (θηλ.ουσ) propulsóre (ουσ αρσ )
proporzionalménte (επίρ.) propulsòrio (επίθ.)
proporzionàre (ρ. μτβ.) prorettóre (ουσ αρσ )
proporzionàto (αρσ. επίθ και ουσ) pròroga (θηλ.ουσ)
proporzióne (θηλ.ουσ) prorogàbile (επίθ.)
propòsito (ουσ αρσ ) prorogabilità (θηλ.ουσ)
proposizióne (θηλ.ουσ) prorogàre (ρ. μτβ.)
propósta (θηλ.ουσ) prorompènte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
proprefètto (ουσ αρσ ) prorómpere (ρ.αμτβ.)
propretóre (ουσ αρσ ) pròsa (θηλ.ουσ)
propriaménte (επίρ.) prosaicaménte (επίρ.)
proprietà (θηλ.ουσ) prosaicìsmo (ουσ αρσ )
proprietària (θηλ.ουσ) prosaicità (θηλ.ουσ)
proprietàrio (ουσ αρσ ) prosàico (επίθ.)
pròprio (επίθ.) prosàpia (θηλ.ουσ)
propriocettìvo (επίθ.) prosasticità (θηλ.ουσ)
propriocettóre (ουσ αρσ ) prosàstico (επίθ.)
propriocezióne (θηλ.ουσ) prosatóre (ουσ αρσ )
propugnàcolo (ουσ αρσ ) proscènio (ουσ αρσ )
propugnàre (ρ. μτβ.) proscìmmie (θηλ. ουσ πληθ.)
propugnatóre (αρσ. επίθ και ουσ) prosciògliere (ρ. μτβ.)
propugnazióne (θηλ.ουσ) prosciogliménto (ουσ αρσ )
propulsàre (ρ. μτβ.) prosciòlto (αρσ. επίθ και ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: