Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indistruttìbile (επίθ.) indo-ariano (αρσ. επίθ και ουσ)
indistruttibilità (θηλ.ουσ) indòcile (επίθ.)
indisturbàto (επίθ.) indocilìre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
indìvia (θηλ.ουσ) indocilirsi (ρ.μ. (αντων.))
individuàle (επίθ.) indocilità (θηλ.ουσ)
individualìsmo (ουσ αρσ ) Indocìna (θηλ. ουσ πληθ.)
individualìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) indocinése (ουσ αρσ )
individualìstico (επίθ.) indocinése (θηλ.ουσ)
individualità (θηλ.ουσ) indoeuropèo (αρσ. επίθ και ουσ)
individualizzàre (ρ. μτβ.) indogermànico (αρσ. επίθ και ουσ)
individualizzazióne (θηλ.ουσ) indoirànico (αρσ. επίθ και ουσ)
individualménte (επίρ.) indolcìre (ρ.αμτβ.)
individuàre (ρ. μτβ.) indolcìre (ρ. μτβ.)
individuarsi (ρ.μ. (αντων.)) indolcirsi (ρ.μ. (αντων.))
individuazióne (θηλ.ουσ) ìndole (θηλ.ουσ)
indivìduo (αρσ. επίθ και ουσ) indolènte (επίθ.)
indivisìbile (επίθ.) indolènza (θηλ.ουσ)
indivisibilità (θηλ.ουσ) indolenziménto (ουσ αρσ )
indivìso (επίθ.) indolenzìre (ρ.αμτβ.)
indiziàre (ρ. μτβ.) indolenzìre (ρ. μτβ.)
indiziàrio (επίθ.) indolenzirsi (ρ.μ. (αντων.))
indiziàto (ουσ αρσ ) indolenzìto (επίθ.)
indiziàto (επίθ.) indòlo (ουσ αρσ )
indìzio (ουσ αρσ ) indolóre (επίθ.)
indizióne (θηλ.ουσ) indomàbile (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: