Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

affilàta (θηλ.ουσ) affiochirsi (ρ.μ. (αντων.))
affilàto (επίθ.) affioraménto (ουσ αρσ )
affilatóio (ουσ αρσ ) affioràre (ρ.αμτβ.)
affilatrìce (θηλ.ουσ) affissióne (θηλ.ουσ)
affilatùra (θηλ.ουσ) affìsso (αρσ. επίθ και ουσ)
affilettàre (ρ. μτβ.) affittàbile (επίθ.)
affiliàre (ρ. μτβ.) affittacàmere (ουσ αρσ και θηλ.)
affiliàrsi (ρ. μ. αμτβ.) affittaiòlo (ουσ αρσ )
affiliàto (αρσ. επίθ και ουσ) affittaménto (ουσ αρσ )
affiliazióne (θηλ.ουσ) affittànza (θηλ.ουσ)
affinaménto (ουσ αρσ ) affittàre (ρ. μτβ.)
affinàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) affìtto (ουσ αρσ )
affinàrsi (ρ. μ. αμτβ.) affittuàrio (αρσ. επίθ και ουσ)
affinàto (επίθ.) afflàto (ουσ αρσ )
affinatóio (ουσ αρσ ) afflìggere (ρ. μτβ.)
affinatóre (ουσ αρσ ) affliggersi (ρ.μ. (αντων.))
affinatùra (θηλ.ουσ) afflittìvo (επίθ.)
affinazióne (θηλ.ουσ) afflìtto (ουσ αρσ )
affinché (σύνδ.) afflìtto (επίθ.)
affìne (ουσ αρσ ) afflizióne (θηλ.ουσ)
affìne (επίθ.) afflosciàre (ρ. μτβ.)
affìne (σύνδ.) afflosciàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
affinità (θηλ.ουσ) affluènte (ουσ αρσ )
affiochiménto (ουσ αρσ ) affluènte (επίθ.)
affiochìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) affluènza (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: