Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


affittaiòlo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [affittaˈjɔlo]

ενοικιαστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  affittacamere affittamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

affiorare (ρ.αμτβ.)
affissione (θηλ.ουσ)
affisso (αρσ. επίθ και ουσ)
affittabile (επίθ.)
affittacamere (ουσ αρσ και θηλ.)
affittaiolo (ουσ αρσ )
affittamento (ουσ αρσ )
affittanza (θηλ.ουσ)
affittare (ρ. μτβ.)
affitto (ουσ αρσ )
affittuario (αρσ. επίθ και ουσ)
afflato (ουσ αρσ )
affliggere (ρ. μτβ.)
affliggersi (ρ.μ. (αντων.))
afflittivo (επίθ.)
afflitto (ουσ αρσ )
afflitto (επίθ.)
afflizione (θηλ.ουσ)
afflosciare (ρ. μτβ.)
afflosciarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---