ItalianoGreco


afflìtto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [afˈflitto]

βασανισμένος άνθρωπος

afflìtto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [afˈflitto]

1 στενοχωρημένος
2 βασανισμένος
3 τυραννισμένος
4 μαστιζόμενος
5 λυπημένος
6 κακόκεφος
7 δυστυχής
8 άθυμος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---