Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


afflosciàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [affloʃˈʃare]

κάνω κάποιον πλαδαρό

afflosciàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [affloʃˈʃarsi]

γίνομαι πλαδαρός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  afflizione affluente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

affliggersi (ρ.μ. (αντων.))
afflittivo (επίθ.)
afflitto (ουσ αρσ )
afflitto (επίθ.)
afflizione (θηλ.ουσ)
afflosciare (ρ. μτβ.)
afflosciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affluente (ουσ αρσ )
affluente (επίθ.)
affluenza (θηλ.ουσ)
affluire (ρ.αμτβ.)
afflusso (ουσ αρσ )
affogamento (ουσ αρσ )
affogare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
affogarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affogato (ουσ αρσ )
affogato (επίθ.)
affollamento (ουσ αρσ )
affollare (ρ. μτβ.)
affollarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---