Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόafflosciàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [affloʃˈʃare] κάνω κάποιον πλαδαρό afflosciàrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [affloʃˈʃarsi] γίνομαι πλαδαρός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |