Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


affollàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [affolˈlare]

1 πλημμυρίζω
2 καταπλημμυρίζω
3 συνωθώ
4 ενοχλώ
5 κατακλύζω
6 πλημμυρώ
7 καταπλημμυρώ
8 γεμίζω

affollàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [affolˈlarsi]

1 στοιβάζομαι
2 στριμώχνομαι
3 συνωθούμαι
4 συνωστίζομαι
5 συνωθούμαι
6 ασφυκτιώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  affollamento affollato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

affogare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
affogarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affogato (ουσ αρσ )
affogato (επίθ.)
affollamento (ουσ αρσ )
affollare (ρ. μτβ.)
affollarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affollato (επίθ.)
affondabile (επίθ.)
affondamento (ουσ αρσ )
affondare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
affondarsi (ρ.μ. (αντων.))
affondata (θηλ.ουσ)
affondatore (ουσ αρσ )
affondo (ουσ αρσ )
afforzare (ρ. μτβ.)
affossamento (ουσ αρσ )
affossare (ρ. μτβ.)
affossarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affossato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---