Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaffondaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [affondaˈmento] 1 βύθιση 2 καταβύθιση 3 βούλιαγμα 4 βύθισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |