Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


affondabile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [affonˈdabile]

που μπορεί να βυθιστεί


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  affollato affondamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

affogato (επίθ.)
affollamento (ουσ αρσ )
affollare (ρ. μτβ.)
affollarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affollato (επίθ.)
affondabile (επίθ.)
affondamento (ουσ αρσ )
affondare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
affondarsi (ρ.μ. (αντων.))
affondata (θηλ.ουσ)
affondatore (ουσ αρσ )
affondo (ουσ αρσ )
afforzare (ρ. μτβ.)
affossamento (ουσ αρσ )
affossare (ρ. μτβ.)
affossarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affossato (επίθ.)
affossatore (ουσ αρσ )
affossatura (θηλ.ουσ)
affrancabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---