Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaffossatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [affossaˈtore] 1 μηχανή που ανοίγει χαντάκια ή τάφρους 2 εργάτης που σκάβει τάφους 3 εργάτης που σκάβει τάφρους permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |