Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


affossatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [affossaˈtore]

1 μηχανή που ανοίγει χαντάκια ή τάφρους
2 εργάτης που σκάβει τάφους
3 εργάτης που σκάβει τάφρους


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  affossato affossatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

afforzare (ρ. μτβ.)
affossamento (ουσ αρσ )
affossare (ρ. μτβ.)
affossarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affossato (επίθ.)
affossatore (ουσ αρσ )
affossatura (θηλ.ουσ)
affrancabile (επίθ.)
affrancamento (ουσ αρσ )
affrancare (ρ. μτβ.)
affrancarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affrancato (αρσ. επίθ και ουσ)
affrancatore (αρσ. επίθ και ουσ)
affrancatrice (θηλ.ουσ)
affrancatura (θηλ.ουσ)
affranto (επίθ.)
affratellamento (ουσ αρσ )
affratellare (ρ. μτβ.)
affratellarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affrescare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---