Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


affratellàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [affratelˈlare]

1 συναδελφώνω
2 αδελφώνω
3 φέρνω (ανθρώπους) κοντά
4 ενώνω

affratellàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [affratelˈlarsi]

συναδελφώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  affratellamento affrescare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

affrancatore (αρσ. επίθ και ουσ)
affrancatrice (θηλ.ουσ)
affrancatura (θηλ.ουσ)
affranto (επίθ.)
affratellamento (ουσ αρσ )
affratellare (ρ. μτβ.)
affratellarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affrescare (ρ. μτβ.)
affrescatore (ουσ αρσ )
affreschista (ουσ αρσ και θηλ.)
affresco (ουσ αρσ )
affrettare (ρ. μτβ.)
affrettarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affrettatamente (επίρ.)
affrettato (επίθ.)
affricato (επίθ.)
affrittellare (ρ. μτβ.)
affrittellato (επίθ.)
affrontare (ρ. μτβ.)
affrontarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---