Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaffratellaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [affratellaˈmento] 1 αδέλφωμα 2 αδελφοποίηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |