Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


affrettàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [affretˈtato]

1 βιαστικός
2 σπεύδων
3 στα γρήγορα
4 εσπευσμένος
5 βεβιασμένος
6 γρήγορος
7 στο πόδι
8 απρόσεκτος
9 ανυπόμονος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  affrettatamente affricato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

affreschista (ουσ αρσ και θηλ.)
affresco (ουσ αρσ )
affrettare (ρ. μτβ.)
affrettarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affrettatamente (επίρ.)
affrettato (επίθ.)
affricato (επίθ.)
affrittellare (ρ. μτβ.)
affrittellato (επίθ.)
affrontare (ρ. μτβ.)
affrontarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affronto (ουσ αρσ )
affumicamento (ουσ αρσ )
affumicare (ρ. μτβ.)
affumicato (επίθ.)
affumicatura (θηλ.ουσ)
affusare (ρ. μτβ.)
affusolare (ρ. μτβ.)
affusolato (επίθ.)
affusto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---