Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaffumicaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [affumikaˈmento] 1 πάστωμα ψαριών με κάπνισμα 2 κάπνισμα 3 μαύρισμα με καπνό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |