Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


affusolàto, affusolàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [affusoˈlato], [affuzoˈlato]

1 σταδιακή λέπτυνση προς τα επάνω
2 σταδιακά λεπτότερος προς τα επάνω
3 ατρακτοειδής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  affusolare affusto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

affumicare (ρ. μτβ.)
affumicato (επίθ.)
affumicatura (θηλ.ουσ)
affusare (ρ. μτβ.)
affusolare (ρ. μτβ.)
affusolato (επίθ.)
affusto (ουσ αρσ )
afide (ουσ αρσ )
afillo (επίθ.)
afnio (ουσ αρσ )
afocale (επίθ.)
afonia (θηλ.ουσ)
afono (αρσ. επίθ και ουσ)
aforisma (ουσ αρσ )
aforistico (επίθ.)
afosità (θηλ.ουσ)
afoso (επίθ.)
africa (θηλ.ουσ)
africanismo (ουσ αρσ )
africanista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---