Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


afóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [aˈfoso], [aˈfozo]

αποπνικτικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  afosità africa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

afonia (θηλ.ουσ)
afono (αρσ. επίθ και ουσ)
aforisma (ουσ αρσ )
aforistico (επίθ.)
afosità (θηλ.ουσ)
afoso (επίθ.)
africa (θηλ.ουσ)
africanismo (ουσ αρσ )
africanista (ουσ αρσ και θηλ.)
africanizzare (ρ. μτβ.)
africanizzazione (θηλ.ουσ)
africano (ουσ αρσ )
africano (επίθ.)
africo (ουσ αρσ )
afroamericano (ουσ αρσ )
afroamericano (επίθ.)
afroasiatico (ουσ αρσ )
afroasiatico (επίθ.)
afrocubano (ουσ αρσ )
afrocubano (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---