Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


africàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [afriˈkano]

αφρικάνος

africàno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [afriˈkano]

αφρικανός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  africanizzazione africo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

africa (θηλ.ουσ)
africanismo (ουσ αρσ )
africanista (ουσ αρσ και θηλ.)
africanizzare (ρ. μτβ.)
africanizzazione (θηλ.ουσ)
africano (ουσ αρσ )
africano (επίθ.)
africo (ουσ αρσ )
afroamericano (ουσ αρσ )
afroamericano (επίθ.)
afroasiatico (ουσ αρσ )
afroasiatico (επίθ.)
afrocubano (ουσ αρσ )
afrocubano (επίθ.)
afrodisiaco (ουσ αρσ )
afrodisiaco (επίθ.)
afrodite (θηλ.ουσ)
afrore (ουσ αρσ )
afta (θηλ.ουσ)
aftoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---