Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόafrodisìaco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [afrodiˈziako] αφροδισιακό afrodisìaco επίθετο Προσφορά I.P.A.: [afrodiˈziako] αφροδισιακός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |