Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


afrodisìaco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [afrodiˈziako]

αφροδισιακό

afrodisìaco  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [afrodiˈziako]

αφροδισιακός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  afrocubano afrodite  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

afroamericano (επίθ.)
afroasiatico (ουσ αρσ )
afroasiatico (επίθ.)
afrocubano (ουσ αρσ )
afrocubano (επίθ.)
afrodisiaco (ουσ αρσ )
afrodisiaco (επίθ.)
afrodite (θηλ.ουσ)
afrore (ουσ αρσ )
afta (θηλ.ουσ)
aftoso (επίθ.)
Agamennone (ουσ αρσ )
agamia (θηλ.ουσ)
agamico (επίθ.)
agape (ουσ αρσ )
agar–agar (ουσ αρσ )
agarico (ουσ αρσ )
agave (θηλ.ουσ)
agemina (θηλ.ουσ)
ageminare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---