Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόagamìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [agaˈmia] 1 αγαμογονία (βοτανική) 2 αγαμογένεση (βοτανική) 3 σχιζογονία (βοτανική) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |