Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


agènte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [aˈʤɛnte]

ο πρακτόρας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  agenda agenzia  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


agente [αρσ. και θηλ.] di cambio = χρηματιστής || agente [αρσ. και θηλ.] di polizia = ο αστυφύλακας || agente [αρσ. και θηλ.] di viaggi = ο ταξιδιωτικός πράκτορας || agente [αρσ. και θηλ.] immobiliare = ο μεσίτης || agente [αρσ. και θηλ.] segreto = ο μυστικός πρακτόρας


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

agarico (ουσ αρσ )
agave (θηλ.ουσ)
agemina (θηλ.ουσ)
ageminare (ρ. μτβ.)
agenda (θηλ.ουσ)
agente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
agenzia (θηλ.ουσ)
agevolamento (ουσ αρσ )
agevolare (ρ. μτβ.)
agevolazione (θηλ.ουσ)
agevole (επίθ.)
agevolezza (θηλ.ουσ)
agevolmente (επίρ.)
agganciamento (ουσ αρσ )
agganciare (ρ. μτβ.)
aggancio (ουσ αρσ )
aggeggio (ουσ αρσ )
aggettare (ρ.αμτβ.)
aggettivale (επίθ.)
aggettivare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---