Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόagganciaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [agganʧaˈmento] 1 σύνδεση 2 θηλύκωμα 3 αγκίστρωση 4 σύζευξη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |