Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


agevolézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [aʤevoˈlettsa]

1 βολή
2 άνεση
3 ευκολία πληρωμής
4 εκδούλευση
5 ευκολία
6 ευχέρεια
7 εξυπηρέτηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  agevole agevolmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

agenzia (θηλ.ουσ)
agevolamento (ουσ αρσ )
agevolare (ρ. μτβ.)
agevolazione (θηλ.ουσ)
agevole (επίθ.)
agevolezza (θηλ.ουσ)
agevolmente (επίρ.)
agganciamento (ουσ αρσ )
agganciare (ρ. μτβ.)
aggancio (ουσ αρσ )
aggeggio (ουσ αρσ )
aggettare (ρ.αμτβ.)
aggettivale (επίθ.)
aggettivare (ρ. μτβ.)
aggettivazione (θηλ.ουσ)
aggettivo (ουσ αρσ )
aggetto (ουσ αρσ )
agghiacciamento (ουσ αρσ )
agghiacciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
agghiacciarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---