Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


àgape, agàpe  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈagape], [aˈgape]

αγάπη (γεύμα αγάπης των πρώτων χριστιανών)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  agamico agar–agar  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

afta (θηλ.ουσ)
aftoso (επίθ.)
Agamennone (ουσ αρσ )
agamia (θηλ.ουσ)
agamico (επίθ.)
agape (ουσ αρσ )
agar–agar (ουσ αρσ )
agarico (ουσ αρσ )
agave (θηλ.ουσ)
agemina (θηλ.ουσ)
ageminare (ρ. μτβ.)
agenda (θηλ.ουσ)
agente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
agenzia (θηλ.ουσ)
agevolamento (ουσ αρσ )
agevolare (ρ. μτβ.)
agevolazione (θηλ.ουσ)
agevole (επίθ.)
agevolezza (θηλ.ουσ)
agevolmente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---