Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόàgape, agàpe
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈagape], [aˈgape] αγάπη (γεύμα αγάπης των πρώτων χριστιανών) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |