Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaffumicatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [affumikaˈtura] 1 κάπνισμα 2 μαύρισμα από κάπνα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |