Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaffumicàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [affumiˈkare] 1 γεμίζω με καπνούς 2 παστώνω με κάπνισμα (ψάρια) 3 φτιάχνω κάτι καπνιστό 4 μαυρίζω με καπνούς 5 καπνίζω (ψάρια) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |