Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaffumicàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [affumiˈkato] καπνιστός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαpesce [αρσ.] affumicato = καπνιστό ψάρι Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |