Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaffusolàre, affusolàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [affusoˈlare], [affuzoˈlare] 1 δημιουργώ κάτι σταδιακά λεπτότερο προς τα επάνω 2 σχηματοποιώ 3 διαμορφώνω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |