Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


affrettàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [affretˈtare]

επισπεύδω

affrettàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [affretˈtarsi]

βιάζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  affresco affrettatamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

affratellarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affrescare (ρ. μτβ.)
affrescatore (ουσ αρσ )
affreschista (ουσ αρσ και θηλ.)
affresco (ουσ αρσ )
affrettare (ρ. μτβ.)
affrettarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affrettatamente (επίρ.)
affrettato (επίθ.)
affricato (επίθ.)
affrittellare (ρ. μτβ.)
affrittellato (επίθ.)
affrontare (ρ. μτβ.)
affrontarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affronto (ουσ αρσ )
affumicamento (ουσ αρσ )
affumicare (ρ. μτβ.)
affumicato (επίθ.)
affumicatura (θηλ.ουσ)
affusare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---