Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


affrànto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [afˈfranto]

1 φθαρμένος
2 μελαγχολικός
3 καταπονημένος
4 απογοητευμένος
5 απελπισμένος
6 κατακουρασμένος
7 εξαντλημένος
8 ξεθεωμένος
9 κακόκεφος
10 κατάκοπος
11 αποκαμωμένος
12 καταβεβλημένος
13 αποσταμένος
14 κουρασμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  affrancatura affratellamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

affrancarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affrancato (αρσ. επίθ και ουσ)
affrancatore (αρσ. επίθ και ουσ)
affrancatrice (θηλ.ουσ)
affrancatura (θηλ.ουσ)
affranto (επίθ.)
affratellamento (ουσ αρσ )
affratellare (ρ. μτβ.)
affratellarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affrescare (ρ. μτβ.)
affrescatore (ουσ αρσ )
affreschista (ουσ αρσ και θηλ.)
affresco (ουσ αρσ )
affrettare (ρ. μτβ.)
affrettarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affrettatamente (επίρ.)
affrettato (επίθ.)
affricato (επίθ.)
affrittellare (ρ. μτβ.)
affrittellato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---