Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaffossatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [affossaˈtura] 1 σκάψιμο 2 χαντάκι 3 αυλάκι 4 εκσκαφή 5 τάφρος 6 άνοιγμα τάφρου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |