Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


affogàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [affoˈgato]

1 πνιγμένος άνθρωπος
2 ψητό

affogàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [affoˈgato]

1 πνιγμένος
2 ψητός
3 σιγοψημένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  affogarsi affollamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

affluire (ρ.αμτβ.)
afflusso (ουσ αρσ )
affogamento (ουσ αρσ )
affogare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
affogarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affogato (ουσ αρσ )
affogato (επίθ.)
affollamento (ουσ αρσ )
affollare (ρ. μτβ.)
affollarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affollato (επίθ.)
affondabile (επίθ.)
affondamento (ουσ αρσ )
affondare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
affondarsi (ρ.μ. (αντων.))
affondata (θηλ.ουσ)
affondatore (ουσ αρσ )
affondo (ουσ αρσ )
afforzare (ρ. μτβ.)
affossamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---