Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaffogàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [affoˈgato] 1 πνιγμένος άνθρωπος 2 ψητό affogàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [affoˈgato] 1 πνιγμένος 2 ψητός 3 σιγοψημένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |