Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόafflùsso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [afˈflusso] 1 πλημμυρίδα 2 χύση 3 χύσιμο 4 ροή 5 εισροή 6 ρεύμα 7 ρους 8 συρροή 9 φορά των πραγμάτων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |