Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


affluènte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [affluˈɛnte]

παραπόταμος

affluènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [affluˈɛnte]

1 που συρρέει
2 που συνεισφέρει
3 συντελεστικός
4 άφθονος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  afflosciarsi affluenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

afflitto (ουσ αρσ )
afflitto (επίθ.)
afflizione (θηλ.ουσ)
afflosciare (ρ. μτβ.)
afflosciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affluente (ουσ αρσ )
affluente (επίθ.)
affluenza (θηλ.ουσ)
affluire (ρ.αμτβ.)
afflusso (ουσ αρσ )
affogamento (ουσ αρσ )
affogare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
affogarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affogato (ουσ αρσ )
affogato (επίθ.)
affollamento (ουσ αρσ )
affollare (ρ. μτβ.)
affollarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affollato (επίθ.)
affondabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---