Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaffluènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [affluˈɛntsa] 1 ροή 2 εισροή 3 συρροή 4 ροή πλήθους 5 αφθονία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |