ItalianoGreco


afflìggere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [afˈflidʤere]

1 λυπώ
2 θλίβω
3 βασανίζω
4 τυραννώ

affliggersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [afˈflidʤersi]

1 τυραννιέμαι
2 θλίβομαι
3 βασανίζομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---