Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


affìsso  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [afˈfisso]

1 αφίσα
2 πρόθεμα
3 τοιχοκόλληση
4 πόστερ
5 επίθεμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  affissione affittabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

affiochire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
affiochirsi (ρ.μ. (αντων.))
affioramento (ουσ αρσ )
affiorare (ρ.αμτβ.)
affissione (θηλ.ουσ)
affisso (αρσ. επίθ και ουσ)
affittabile (επίθ.)
affittacamere (ουσ αρσ και θηλ.)
affittaiolo (ουσ αρσ )
affittamento (ουσ αρσ )
affittanza (θηλ.ουσ)
affittare (ρ. μτβ.)
affitto (ουσ αρσ )
affittuario (αρσ. επίθ και ουσ)
afflato (ουσ αρσ )
affliggere (ρ. μτβ.)
affliggersi (ρ.μ. (αντων.))
afflittivo (επίθ.)
afflitto (ουσ αρσ )
afflitto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---