Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaffiochìre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [affjoˈkire] αδυνατίζω affiochirsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [affjoˈkirsi] 1 αδυνατίζω 2 χάνω βάρος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |