Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


affiochìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [affjoˈkire]

αδυνατίζω

affiochirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [affjoˈkirsi]

1 αδυνατίζω
2 χάνω βάρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  affiochimento affioramento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

affine (ουσ αρσ )
affine (επίθ.)
affine (σύνδ.)
affinità (θηλ.ουσ)
affiochimento (ουσ αρσ )
affiochire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
affiochirsi (ρ.μ. (αντων.))
affioramento (ουσ αρσ )
affiorare (ρ.αμτβ.)
affissione (θηλ.ουσ)
affisso (αρσ. επίθ και ουσ)
affittabile (επίθ.)
affittacamere (ουσ αρσ και θηλ.)
affittaiolo (ουσ αρσ )
affittamento (ουσ αρσ )
affittanza (θηλ.ουσ)
affittare (ρ. μτβ.)
affitto (ουσ αρσ )
affittuario (αρσ. επίθ και ουσ)
afflato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---